Ζητείται κοινός νους και ήθος καθημερινής επιβίωσης
Της Χρυσας Σπυροπουλου*Τι συνέβη και η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται σε διαρκή παράκρουση;
Ο καθένας δρα για το ατομικό του συμφέρον αδιαφορώντας για τον άλλον, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ακούγεται η φράση «Ξέρεις ποιος είμαι ’γω, ρε;».
Ο εξυπνάκιας, ο μάγκας, αυτός που παρκάρει το αυτοκίνητο ή τη μηχανή του στο πεζοδρόμιο, αυτός που καθώς οδηγεί στη λεωφόρο Κηφισίας πετάει τις στάχτες και τα αποτσίγαρα στον δρόμο, ικανοποιημένος που δεν λέρωσε το αυτοκίνητό του, δίνει τον ρυθμό της καθημερινότητας σ’ αυτήν την πόλη, σ’ αυτήν τη χώρα, που κάποτε ήταν όμορφη…
Κι εκεί που σκέφτεσαι ότι τα πράγματα μπορεί να είναι καλύτερα σε κύκλους νέων ανθρώπων με καλές σπουδές, εκεί, για άλλη μία φορά βρίσκεσαι μπροστά στην ασυνέπεια, στο «ε, και, τι έγινε;», στην έλλειψη τήρησης κάποιων βασικών αρχών που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις των πολιτισμένων ανθρώπων.
Μάθαμε να θεωρούμε αυτονόητες και την αδιακρισία και τη σιωπή και ώς ένα βαθμό να μη μας ενοχλούν, αφού έτσι γνωρίζουμε ότι προχωρούν εδώ τα πράγματα.
Ακόμη κι όταν βλέπουμε να επιβραβεύονται ατάλαντα άτομα από ισχυρούς, παραμένουμε απαθείς, εφ’ όσον έχουμε συνηθίσει στη διαφθορά και την παρατυπία.
Οι αντιπαλότητες για ασήμαντα πράγματα και η επιθετικότητα είναι σε καθημερινή βάση.
Ο καθένας αντιμετωπίζει τον συνάδελφο ως αντίπαλο, ως εχθρό και η απουσία αλληλεγγύης μεγεθύνει την ήδη τεράστια απόσταση που τους χωρίζει.
Και τι ακούμε, τι παρατηρούμε γύρω μας; Κενά περιεχομένου λόγια, καθώς ούτε τα κούφια, τα αφηρημένα εθνικιστικά κηρύγματα ούτε οι θρησκευτικού τύπου κορώνες είναι δυνατόν να αλλάξουν τη συμπεριφορά του Ελληνα, να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό, μιας και αυτά βρίσκονται μακράν της πραγματικότητας και των σύγχρονων αναγκών των ατόμων.
Βλέπει κανείς τις ελληνικές σημαίες να κυματίζουν στις βεράντες των σπιτιών ή να κοσμούν ακόμη και αυτοκίνητα. Αραγε ως σύμβολα ποιας Ελλάδας; Της αναξιοκρατίας, της προχειρότητας, της τακτοποίησης των μετρίων, της ανευθυνότητας, της αγένειας, της εγωιστικής συμπεριφοράς, της παντελούς απουσίας της αμοιβαιότητας;
Ισως να αλλάξουν τα πράγματα όταν αντιληφθούμε ότι η προσωπική ευτυχία εξαρτάται από τη συλλογική, όταν αφήσουμε τα μεγάλα λόγια και πάμε στις πράξεις, στο «διά ταύτα».
Οταν θα ξεχωρίσουν εκείνοι που θα προσφέρουν αφιλοκερδώς όχι από το υστέρημα, αλλά από το περίσσευμά τους, χρήματα στο Δημόσιο, για το καλό όλων μας.
Οταν θα κάνουν αυτήν την απλή κίνηση που έκαναν μερικοί ρεαλιστές στη Γερμανία, να προσφέρουν χρήματα στην κυβέρνησή τους για να την βοηθήσουν να βγει από την οικονομική κρίση.
Οταν, επιτέλους, απομακρύνουμε την ομίχλη από τα μάτια μας, που μας εμποδίζει να δούμε το αυτονόητο, ότι, δηλαδή, εμείς δεν παράγουμε τίποτε καινούργιο, καθώς έχουμε θαμπωθεί τόσο από τη δόξα και τον πολιτισμό των προγόνων μας ώστε δεν χρειάζεται να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.
Ναι, η αδράνεια έχει κι αυτή τη γοητεία της, αλλά και τα όριά της.
* H Χρύσα Σπυροπούλου είναι συγγραφέας.